- διυλιστήρ
- διυλιστήρfiltermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διυλιστῆρας — διυλιστήρ filter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διυλιστῆρος — διυλιστήρ filter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διυλιστήρας — ο (Α διυλιστήρ) συσκευή με την οποία γίνεται η διύλιση κάποιας ουσίας, συνήθως ενός υγρού … Dictionary of Greek